- στρώσια
- τα, ΝΜ [στρῶσις]νεοελλ.τάπητες για κάλυψη δαπέδου, αλλ. στρωσίδιαμσν.(στον Κωδ. Οφφ.) «δεῑ δὲ γινώσκειν ὅτι ἔθος ἐστὶ καθ' ἑκάστην ἑτοίμους εἶναι ἵππους ἑπτά, οἳ καλοῡνται στρώσια».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οδόστρωση — και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία) το στρώσιμο τής επιφάνειας τού δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου *ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις,… … Dictionary of Greek